Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κοπώδης τὸ κοπῶδες
      γενική τοῦ/τῆς κοπώδους τοῦ κοπώδους
      δοτική τῷ/τῇ κοπώδει τῷ κοπώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν κοπώδη τὸ κοπῶδες
     κλητική ! κοπῶδες κοπῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κοπώδεις τὰ κοπώδη
      γενική τῶν κοπώδων τῶν κοπώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς κοπώδεσ(ν) τοῖς κοπώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς κοπώδεις τὰ κοπώδη
     κλητική ! κοπώδεις κοπώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοπώδει τὼ κοπώδει
      γεν-δοτ τοῖν κοπώδοιν τοῖν κοπώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπώδης < κόπος + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

κοπώδης, -ης, -ες (ελληνιστική κοινή)

  1. ο κοπιαστικός
  2. (μεταφορικά) ο ενοχλητικός
  3. ο καταπονημένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κοπιώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

  Πηγές επεξεργασία