Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντοσούβλι τα κοντοσούβλια
      γενική του κοντοσουβλιού των κοντοσουβλιών
    αιτιατική το κοντοσούβλι τα κοντοσούβλια
     κλητική κοντοσούβλι κοντοσούβλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντοσούβλι < κοντο- + σούβλ(α) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντοσούβλι ουδέτερο

  1. μικρή σούβλα, με την οποία ψήνουμε κεμπάπ ή γενικότερα μικρά κομμάτια κρέας
  2. (συνεκδοχικά, γαστρονομία) το κρέας που ψήνεται στη μικρή σούβλα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία