Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντός η κοντή το κοντό
      γενική του κοντού της κοντής του κοντού
    αιτιατική τον κοντό την κοντή το κοντό
     κλητική κοντέ κοντή κοντό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοί οι κοντές τα κοντά
      γενική των κοντών των κοντών των κοντών
    αιτιατική τους κοντούς τις κοντές τα κοντά
     κλητική κοντοί κοντές κοντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντός < ελληνιστική κοινή κοντός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική κοντός (κοντάρι)

  Επίθετο επεξεργασία

κοντός, -ή, -ό

  1. (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
     συνώνυμα: μικρού αναστήματος
     αντώνυμα: ψηλός
  2. (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
     αντώνυμα: ψηλός
  3. (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
     συνώνυμα: βραχύς
     αντώνυμα: μακρύς

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κοντός ψαλμός αλληλούια: σύντομα θα αποδειχθεί ή θα γίνει αυτό που συζητάμε
  • λέω το κοντό (μου) και το μακρύ μου: λέω ό,τι μου κατέβει

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

για άνθρωπο ή ζώο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντός οι κοντοί
      γενική του κοντού των κοντών
    αιτιατική τον κοντό τους κοντούς
     κλητική κοντέ κοντοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντός < αρχαία ελληνική κοντός (κοντάρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοντός οἱ κοντοί
      γενική τοῦ κοντοῦ τῶν κοντῶν
      δοτική τῷ κοντ τοῖς κοντοῖς
    αιτιατική τὸν κοντόν τοὺς κοντούς
     κλητική ! κοντέ κοντοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοντώ
γεν-δοτ τοῖν  κοντοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοντός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντός αρσενικό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κοντός κοντή τὸ κοντόν
      γενική τοῦ κοντοῦ τῆς κοντῆς τοῦ κοντοῦ
      δοτική τῷ κοντ τῇ κοντ τῷ κοντ
    αιτιατική τὸν κοντόν τὴν κοντήν τὸ κοντόν
     κλητική ! κοντέ κοντή κοντόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κοντοί αἱ κονταί τὰ κοντᾰ́
      γενική τῶν κοντῶν τῶν κοντῶν τῶν κοντῶν
      δοτική τοῖς κοντοῖς ταῖς κονταῖς τοῖς κοντοῖς
    αιτιατική τοὺς κοντούς τὰς κοντᾱ́ς τὰ κοντᾰ́
     κλητική ! κοντοί κονταί κοντᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοντώ τὼ κοντᾱ́ τὼ κοντώ
      γεν-δοτ τοῖν κοντοῖν τοῖν κονταῖν τοῖν κοντοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
κοντός < αρχαία ελληνική κοντός (κοντάρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-

  Επίθετο επεξεργασία

κοντός