κονβόι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονβόι < (άμεσο δάνειο) αγγλική convoy < παλαιά γαλλική convoier / conveier < δημώδης λατινική convio < con- + via
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονβόι ουδέτερο άκλιτο
- η ομάδα οχημάτων που μετακινούνται ή ταξιδεύουν μαζί
- η ≈ συνώνυμα: αυτοκινητοπομπή, φάλαγγα
- η νηοπομπή