Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νηοπομπή οι νηοπομπές
      γενική της νηοπομπής των νηοπομπών
    αιτιατική τη νηοπομπή τις νηοπομπές
     κλητική νηοπομπή νηοπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηοπομπή < νηός, ποιητική γενική αντί του αττικού νεώς (< αρχαία ελληνική ναῦς = πλοίο) + πομπή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νηοπομπή θηλυκό

  • (ναυτικός όρος): η ομάδα εμπορικών συνήθως πλοίων που σε καιρό πολέμου πλέουν προς κοινό προορισμό με συνοδεία πολεμικών πλοίων για την προστασία τους
  • οποιαδήποτε ομάδα πλοίων που ακολουθεί την ίδια πορεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία