κοκκινομάλλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ci.noˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νο‐μάλ‐λης
Επίθετο επεξεργασία
κοκκινομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο
- που έχει κόκκινα μαλλιά
- άλλες μορφές: κοκκινόμαλλος
- ≈ συνώνυμα: ρουσομάλλης