Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοκάλινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοκάλιν
ος
η
κοκάλιν
η
το
κοκάλιν
ο
γενική
του
κοκάλιν
ου
της
κοκάλιν
ης
του
κοκάλιν
ου
αιτιατική
τον
κοκάλιν
ο
την
κοκάλιν
η
το
κοκάλιν
ο
κλητική
κοκάλιν
ε
κοκάλιν
η
κοκάλιν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοκάλιν
οι
οι
κοκάλιν
ες
τα
κοκάλιν
α
γενική
των
κοκάλιν
ων
των
κοκάλιν
ων
των
κοκάλιν
ων
αιτιατική
τους
κοκάλιν
ους
τις
κοκάλιν
ες
τα
κοκάλιν
α
κλητική
κοκάλιν
οι
κοκάλιν
ες
κοκάλιν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοκάλινος
<
κόκαλο
Επίθετο
επεξεργασία
κοκάλινος -η -ο
που είναι κατασκευασμένος από
κόκαλο
γυαλιά με
κοκάλινο
σκελετό
Συνώνυμα
επεξεργασία
κοκαλένιος
οστέινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοκάλινος
αγγλικά
:
horn
(en)