Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλωστοϋφαντουργός οι κλωστοϋφαντουργοί
      γενική του κλωστοϋφαντουργού των κλωστοϋφαντουργών
    αιτιατική τον κλωστοϋφαντουργό τους κλωστοϋφαντουργούς
     κλητική κλωστοϋφαντουργέ κλωστοϋφαντουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλωστοϋφαντουργός < κλώστης + -ο- + υφαντουργός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /klo.sto.i.fan.duɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλω‐στο‐ϋ‐φα‐ντουρ‐γός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλωστοϋφαντουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία