Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υφαντουργός οι υφαντουργοί
      γενική του υφαντουργού των υφαντουργών
    αιτιατική τον υφαντουργό τους υφαντουργούς
     κλητική υφαντουργέ υφαντουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υφαντουργός < υφαντ(ός) + -ουργός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υφαντουργός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία