κιρρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιρρωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cirrhotic < cirrhosis < αρχαία ελληνική κιρρός
Επίθετο επεξεργασία
κιρρωτικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κίρρωση
κιρρωτικός, -ή, -ό