Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Κεχρί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεχρί τα κεχριά
      γενική του κεχριού των κεχριών
    αιτιατική το κεχρί τα κεχριά
     κλητική κεχρί κεχριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεχρί < μεσαιωνική ελληνική κεχρί(ν) < κεγχρίον, υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) κέγχρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεχρί ουδέτερο

  • (φυτό) γενική ονομασία διαφόρων ποωδών φυτών της οικογένειας Αγρωστώδη (Graminae)· παράγουν μικρά εδώδιμα σπέρματα, που χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου ή των ζώων.

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία