Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εδώδιμα < εδώδιμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εδώδιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα τρόφιμα
    τα παλιά μπακάλικα είχαν συχνά μια ταμπέλα που έγραφε: "Εδώδιμα - Αποικιακά"

  Μεταφράσεις επεξεργασία