κεχηνώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεχηνώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεχηνώς
Μετοχή επεξεργασία
κεχηνώς
- (αρχαιοπρεπές) αυτός που έχει ανοίξει το στόμα του διάπλατα, που έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα από επιθυμία ή θαυμασμό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεχηνώς
|
Πηγές επεξεργασία
- κεχηνώς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- αυτός που έχει ανοίξει το στόμα του διάπλατα από εκπλήξεως, θαυμασμού κ.λπ., ο κατάπληκτος και κατ᾿ επέκταση ο χάχας, χαζός, κεχηναίος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 616
- κἂν οἶνόν μοι μὴ ᾽γχῇς σὺ πιεῖν, τὸν ὄνον τόνδ᾽ ἐσκεκόμισμαι
οἴνου μεστόν, κᾆτ᾽ ἐγχέομαι κλίνας· οὗτος δὲ κεχηνὼς
βρωμησάμενος τοῦ σοῦ δίνου μέγα καὶ στράτιον κατέπαρδεν.
- κἂν οἶνόν μοι μὴ ᾽γχῇς σὺ πιεῖν, τὸν ὄνον τόνδ᾽ ἐσκεκόμισμαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 616
Συγγενικά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
κεχηνώς, -υῖᾰ, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χάσκω
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χαίνω
Παράγωγα επεξεργασία
- κεχηνότως (επίρρημα)