κεχαριτωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεχαριτωμένος < ελληνιστική κοινή κεχαριτωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαριτόω < αρχαία ελληνική χάρις
Μετοχή επεξεργασία
κεχαριτωμένος
- (λόγιο) άλλη μορφή του χαριτωμένος
- Κεχαριτωμένη: η Παναγία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χάρη
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεχαριτωμένος
|