Δείτε επίσης: Χάρις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάρις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική χάρις
για το επίρρημα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική grâce à [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐ρις

  Επίρρημα επεξεργασία

χάρις θηλυκό

  • (λόγιο) με τη βοήθεια ή με την παρέμβαση κάποιου
    χάρις σε σένα, άρχισα να διαβάζω ποίηση
    → δείτε τη λέξη χάριν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χάρις οι χάριτες
      γενική της χάριτος των χαρίτων
    αιτιατική τη χάριν τις χάριτες
     κλητική χάρι χάριτες
Δείτε και την αρχαία κλίση «ἡ χάρις».
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χάρις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χάρη

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰρῐτ-
ονομαστική χάρις αἱ χάριτες
      γενική τῆς χάριτος τῶν χαρίτων
      δοτική τῇ χάριτ ταῖς χάρισ(ν)
    αιτιατική τὴν χάριν
χάριτ
τὰς χάριτᾰς
     κλητική ! χάρι χάριτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χάριτε
γεν-δοτ τοῖν  χαρίτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χάρις' όπως «χάρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάρις < θέμα χαρ- + -ις < χαίρω, *χαρ-jω
Ήδη, μυκηναϊκά ονόματα 𐀏𐀪𐀮𐀄 (ka-ri-se-u, Χαρισεύς), 𐀏𐀪𐀯𐀍 (ka-ri-si-jo, Χαρίσιος) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάρις θηλυκό

  1. η χάρη, το θέλγητρο, το κάλλος
  2. φιλοφροσύνη
  3. ευμένεια, ευεργεσία, δώρο
  4. ευγνωμοσύνη
  5. τέρψη, χαρά
  6. οφειλόμενη τιμή, προσφορά, λατρεία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «χάρη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία