Δείτε επίσης: κερδοφόρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η κερκοφόρος το κερκοφόρο
      γενική του/της κερκοφόρου του κερκοφόρου
    αιτιατική τον/την κερκοφόρο το κερκοφόρο
     κλητική κερκοφόρε κερκοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερκοφόροι τα κερκοφόρα
      γενική των κερκοφόρων των κερκοφόρων
    αιτιατική τους/τις κερκοφόρους τα κερκοφόρα
     κλητική κερκοφόροι κερκοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερκοφόρος < κέρκ(ος) + -ο- + -φόρος < αρχαία ελληνική κερκοφόρος < κέρκος + φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

κερκοφόρος, -ος, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία