κεραύνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραύνιος < αρχαία ελληνική κεραύνιος < κεραυνός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceˈɾav.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ραύ‐νι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
κεραύνιος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κεραυνός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεραύνιος