κεντροφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεντροφόρος < ελληνιστική κοινή κεντροφόρος < αρχαία ελληνική κέντρον + φέρω
Επίθετο επεξεργασία
κεντροφόρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεντροφόρος
|
κεντροφόρος
|