κειμενογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κειμενογράφος < κείμεν(ο) + -ο- + -γράφος
- για την πληροφορική < απόδοση για την αγγλική text editor ή την αγγλική word processor
Ουσιαστικό επεξεργασία
κειμενογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άνθρωπος που ασχολείται με τη συγγραφή διαφημιστικών κειμένων ή λόγων πολιτικών
- (πληροφορική, μόνο αρσενικό) text editor: λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και σύνταξη κειμένων
- (ειδικότερα) λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία αρχείων απλού κειμένου (plain text) τα οποία δεν περιέχουν ειδικούς χαρακτήρες μορφοποίησης όπως ο επεξεργαστής κειμένου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άτομο
λογισμικό