Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κειμενογράφος οι κειμενογράφοι
      γενική του/της κειμενογράφου των κειμενογράφων
    αιτιατική τον/την κειμενογράφο τους/τις κειμενογράφους
     κλητική κειμενογράφε κειμενογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας κειμενογράφος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κειμενογράφος < κείμεν(ο) + -ο- + -γράφος
για την πληροφορική < απόδοση για την αγγλική text editor ή την αγγλική word processor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κειμενογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) άνθρωπος που ασχολείται με τη συγγραφή διαφημιστικών κειμένων ή λόγων πολιτικών
  2. (πληροφορική, μόνο αρσενικό) text editor: λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και σύνταξη κειμένων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία