Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  επεξεργαστής και κείμενο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική text editor

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

επεξεργαστής κειμένου αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία