κατεσπευσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατεσπευσμένος < αρχαία ελληνική κατεσπευσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασπεύδω < κατά + σπεύδω
Μετοχή
επεξεργασίακατεσπευσμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- κατεσπευσμένα
- κατεσπευσμένως
- → δείτε τη λέξη σπεύδω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατεσπευσμένος
|