Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασφάζω < αρχαία ελληνική κατασφάζω < κατά + σφάζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατασφάζω (παθητική φωνή: κατασφάζομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία