κατασπαραγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασπαραγμένος: μετοχή. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + σπαραγμένος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.spa.ɾaˈɣme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σπα‐ραγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : κα‐τα‐σπα‐ρα‐γμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
κατασπαραγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασπαράζω & κατασπαράσσω
- ↪ Το άψυχο σώμα του βρέθηκε κατασπαραγμένο από τα σαρκοφάγα ζώα.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασπαραγμένος
|