Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασκοτώνω < μεσαιωνική ελληνική κατασκοτώνω < κατά + σκοτώνω

  Ρήμα επεξεργασία

κατασκοτώνω (παθητική φωνή: κατασκοτώνομαι)

  1. χτυπώ άσχημα ή πολύ κάποιον
  2. παθητική φωνή κατασκοτώνομαι: (μεταφορικά) κατακουράζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία