κατασήμανση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατασήμανση | οι | κατασημάνσεις |
γενική | της | κατασήμανσης* | των | κατασημάνσεων |
αιτιατική | την | κατασήμανση | τις | κατασημάνσεις |
κλητική | κατασήμανση | κατασημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασήμανση < κατασημαίνω + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική designation
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατασήμανση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η παράσταση μιας έννοιας με έναν όρο (που αποτελείται από μία ή περισσότερες λέξεις) ή με ένα σύμβολο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασήμανση