Δείτε επίσης: ἔννοια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έννοια οι έννοιες
      γενική της έννοιας των εννοιών
    αιτιατική την έννοια τις έννοιες
     κλητική έννοια έννοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

έννοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔννοια (< ἐν (έν-) + νοῦς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έννοια θηλυκό

  1. αφηρημένη ιδέα, νοητό κατασκεύασμα ή σύνθεση, μονάδα γνώσης που αντιπροσωπεύει στον νου ένα αντικείμενο ή ένα σύνολο αντικειμένων που έχουν κοινές ιδιότητες
    1. (κατ’ επέκταση) όρος
  2. σημασία ή ορισμός λέξης, έκφρασης, ιδέας κλπ.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έν‐νοι‐α

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έννοια οι έννοιες
      γενική της έννοιας
    αιτιατική την έννοια τις έννοιες
     κλητική έννοια έννοιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έννοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔννοια με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] Δείτε και έγνοια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έν‐νοια
τονικό παρώνυμο: εννιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έννοια θηλυκό, χωρίς γενική πληθυντικού