Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπιέζω < ελληνιστική κοινή καταπιέζω < αρχαία ελληνική κατά + πιέζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική opprimer)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.piˈe.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

καταπιέζω (παθητική φωνή: καταπιέζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία