καταναλωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταναλωτής < καταναλώνω + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταναλωτής αρσενικό (θηλυκό: καταναλώτρια)
- αυτός που καταναλώνει, που αγοράζει καταναλωτικά αγαθά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καταναλώνω, κατά και αναλώνω
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (οικονομία) γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή (ΓΔΤΚ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταναλωτής