Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατανέμω < αρχαία ελληνική κατανέμω < κατά + νέμω

  Ρήμα επεξεργασία

κατανέμω (παθητική φωνή: κατανέμομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία