Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταμεσήμερα < καταμεσήμερ(ο) (επίρρημα) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.meˈsi.me.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐με‐σή‐με‐ρα

  Επίρρημα επεξεργασία

καταμεσήμερα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καταμεσήμερα ουδέτερο