καταδρομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- καταδρομικός < καταδρομ(ή) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
καταδρομικός
- που έχει σχέση με τις καταδρομές ή που χρησιμοποιείται γι' αυτές
- καταδρομικές επιχειρήσεις, καταδρομικά πλοία
- (ουσιαστικοποιημένο) καταδρομικό
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- καταδρομικός < κατάδρομ(ος) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
καταδρομικός
- (νεολογισμός) ο κατάδρομος ιχθύς, το κατάδρομο ψάρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταδρομικός
|