καταγώγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταγώγιο < αρχαία ελληνική καταγώγιον < κατάγω < κατά + ἄγω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) repaire)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταγώγιο ουδέτερο
- το κέντρο διασκέδασης συνήθως υπόγειο και κακόφημο
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός οικήματος