Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάτμηση οι κατατμήσεις
      γενική της κατάτμησης* των κατατμήσεων
    αιτιατική την κατάτμηση τις κατατμήσεις
     κλητική κατάτμηση κατατμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατατμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάτμηση < κατατέμνω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάτμηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία