slicing
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
slicing | slicings |
slicing (en)
- (πληροφορική) διαμέριση, διαμερισμός, κατάτμηση (σε μαγνητικό αποθηκευτικό μέσο)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
slicing (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Disk partitioning στην αγγλική Βικιπαίδεια