Δείτε επίσης: κατάστιχτο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάστιχο τα κατάστιχα
      γενική του κατάστιχου των κατάστιχων
    αιτιατική το κατάστιχο τα κατάστιχα
     κλητική κατάστιχο κατάστιχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάστιχο < μεσαιωνική ελληνική κατάστιχο / κατάστιχον < (συνεκφορά) κατά στίχον < αρχαία ελληνική στίχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.sti.xo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάστιχο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, λογιστική) το ειδικό τετράδιο για λογιστικές εγγραφές
  2. (προφορικό) το τετράδιο σημειώσεων
     συνώνυμα: σημειωματάριο

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • στα μαύρα κατάστιχα: θεωρώ κάποιον αντίπαλό μου, εχθρό μου
  • στου διαβόλου τα κατάστιχα: σε δυσμένεια, εχθρότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία