κατάγραφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.ɣɾa.fos/
Επίθετο επεξεργασία
κατάγραφος, -η, -ο
- που όλη η επιφάνειά του είναι γραμμένη ή ζωγραφισμένη
- ναός κατάγραφος (με αγιογραφίες)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάγραφος
|