κατάβροχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάβροχος < ελληνιστική κοινή κατάβροχος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.vɾo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐βρο‐χος
Επίθετο επεξεργασία
κατάβροχος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) ο πολύ βρεγμένος
- ※ Ὁ σκοπὸς ἀκίνητος ἐν τῇ πρώρᾳ, θεωρεῖ πάντοτε ἐμπρός, λησμονήσας τώρα καὶ τὸ τραγοῦδί του, συμμαζευόμενος μέσα εἰς τὴν γοῦνάν του, κατάβροχος, κρατούμενος καλῶς μὴ ἀρπαγῇ, κτυπώμενος συνεχῶς ὑπὸ τῶν κυμάτων ὡς νὰ θέλουν νὰ τὸν ρίψουν κάτω ἀπὸ τὴν σκοπιάν του, τὸν φύλακα τὸν ἄγρυπνον, κ’ ἐν ἐφόδῳ εἰσορμήσωσιν εἶτα.
- Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με τα πανιά, Νέα Εστία, έτος ΚΔ′, τόμος 48ος, τεύχος 559, 15 Οκτωβρίου 1950, σελ. 1349
- ※ Ὁ σκοπὸς ἀκίνητος ἐν τῇ πρώρᾳ, θεωρεῖ πάντοτε ἐμπρός, λησμονήσας τώρα καὶ τὸ τραγοῦδί του, συμμαζευόμενος μέσα εἰς τὴν γοῦνάν του, κατάβροχος, κρατούμενος καλῶς μὴ ἀρπαγῇ, κτυπώμενος συνεχῶς ὑπὸ τῶν κυμάτων ὡς νὰ θέλουν νὰ τὸν ρίψουν κάτω ἀπὸ τὴν σκοπιάν του, τὸν φύλακα τὸν ἄγρυπνον, κ’ ἐν ἐφόδῳ εἰσορμήσωσιν εἶτα.
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βρέχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάβροχος
|
Πηγές επεξεργασία
- κατάβροχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάβροχος < ελληνιστική κοινή κατάβροχος
Επίθετο επεξεργασία
κατάβροχος, -ος, -ον
- ο πολύ βρεγμένος, κατάβρεχος
Πηγές επεξεργασία
- κατάβροχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κατάβροχος | τὸ | κατάβροχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | καταβρόχου | τοῦ | καταβρόχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | καταβρόχῳ | τῷ | καταβρόχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κατάβροχον | τὸ | κατάβροχον | ||
κλητική ὦ! | κατάβροχε | κατάβροχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κατάβροχοι | τὰ | κατάβροχᾰ | ||
γενική | τῶν | καταβρόχων | τῶν | καταβρόχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | καταβρόχοις | τοῖς | καταβρόχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | καταβρόχους | τὰ | κατάβροχᾰ | ||
κλητική ὦ! | κατάβροχοι | κατάβροχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταβρόχω | τὼ | καταβρόχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταβρόχοιν | τοῖν | καταβρόχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κατάβροχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει κατακλυστεί
Πηγές επεξεργασία
- κατάβροχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.