κασόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κασόνι | τα | κασόνια |
γενική | του | κασονιού | των | κασονιών |
αιτιατική | το | κασόνι | τα | κασόνια |
κλητική | κασόνι | κασόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κασόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassone
Ουσιαστικό επεξεργασία
κασόνι ουδέτερο