καρφίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρφίτσα < καρφ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρφίτσα θηλυκό
- λεπτό αντικείμενο με πλατύ κεφάλι που μοιάζει με μικρό καρφί και χρησιμοποιείται συνήθως στη ραφτική
- κόσμημα που έχει στο πίσω μέρος ακίδα ή μηχανισμό παρόμοιο με της παραμάνας για να στερεώνεται στο ρουχισμό
- (βιβλιοδεσία) είδος ραφής που γίνεται με μεταλλικό υλικό· (κατ’ επέκταση) το μηχάνημα με το οποίο γίνεται αυτή η ραφή, η καρφιτσωτική μηχανή
Εκφράσεις επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- καρφιτσοθήκη
- καρφιτσούλα (υποκοριστικό)
- καρφίτσωμα
- καρφιτσώνομαι
- καρφιτσώνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρφίτσα