Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pin pins

pin (en)

  1. η καρφίτσα
  2. η περόνη
  3. (ηλεκτρολογία) η ακίδα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας pin
γ΄ ενικό ενεστώτα pins
αόριστος pinned
παθητική μετοχή pinned
ενεργητική μετοχή pinning

pin (en)

  • καρφιτσώνω, πιάνω, ενώνω κάτι σε άλλο πράγμα ή κλείνω πράγματα μεταξύ τους με μια καρφίτσα κτλ.
    I pinned the map to the board.
    Καρφίτσωσα τον χάρτη στον πίνακα.
    I haphazardly pinned up my pants with a safety pin.
    Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με παραμάνα.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pin pins

  Ετυμολογία επεξεργασία

pin < λατινική pinus

  Προφορά επεξεργασία

 
ομόηχα: pain, peins, peint

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pin (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pin (ro) αρσενικό