Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρπιαίος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρπιαί
ος
η
καρπιαί
α
το
καρπιαί
ο
γενική
του
καρπιαί
ου
της
καρπιαί
ας
του
καρπιαί
ου
αιτιατική
τον
καρπιαί
ο
την
καρπιαί
α
το
καρπιαί
ο
κλητική
καρπιαί
ε
καρπιαί
α
καρπιαί
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρπιαί
οι
οι
καρπιαί
ες
τα
καρπιαί
α
γενική
των
καρπιαί
ων
των
καρπιαί
ων
των
καρπιαί
ων
αιτιατική
τους
καρπιαί
ους
τις
καρπιαί
ες
τα
καρπιαί
α
κλητική
καρπιαί
οι
καρπιαί
ες
καρπιαί
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρπιαίος
<
καρπός
Επίθετο
επεξεργασία
καρπιαίος, -α, -ο
σχετικός με τον
καρπό
του χεριού
σύνδρομο
καρπιαίου
σωλήνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρπιαίος
αγγλικά
:
carpal
(en)