καρπάλιμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρπάλιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
καρπάλιμος, -ος, -ον
- γρήγορος, ταχύς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 342 (342-343)
- Μηριόνης δ᾽ Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι | νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
- Και ο Μηριόνης γρήγορα προφθάνει και λογχίζει | στον ώμον τον Ακάμαντα, που ανέβαινε στ᾽ αμάξι·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Μηριόνης δ᾽ Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι | νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 342 (342-343)
- ανυπόμονος, πρόθυμος, αδηφάγος
Παράγωγα επεξεργασία
- καρπαλίμως (επίρρημα)
Πηγές επεξεργασία
- καρπάλιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρπάλιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.