καρμπονάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρμπονάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carbonara, θηλυκό του carbonaro < carbonaio < λατινική carbonarius < carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾ.boˈna.ɾa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρμπονάρα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κάρβουνο