καρδιοτονωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾ.ði.o.to.no.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δι‐ο‐το‐νω‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
καρδιοτονωτικός
- (ιατρική, για κάτι: φάρμακο, ουσία κ.λπ.) που τονώνει τη λειτουργία της καρδιάς
- (ουσιαστικοποιημένο) καρδιοτονωτικό: (ιατρική) το σχετικό φάρμακο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρδιοτονωτικός