καραβάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καραβάρα | οι | καραβάρες |
γενική | της | καραβάρας | — | |
αιτιατική | την | καραβάρα | τις | καραβάρες |
κλητική | καραβάρα | καραβάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καραβάρα < καράβ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραβάρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο): πολύ μεγάλο καράβι
- αυτό το κρουαζιερόπλοιο είναι ολόκληρη καραβάρα, έκλεισε όλο το λιμάνι
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραβάρα
|