καπνοβόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπνοβόρος < καπνός + -ο- + -βόρος (< αρχαία ελληνική βιβρώσκω)
Επίθετο επεξεργασία
καπνοβόρος
- που απορροφά τον καπνό που βγαίνει από κάποια πηγή
- που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού
- (ουσιαστικοποιημένο) συσκευή ή κατασκευή που συμβάλλει στην τέλεια καύση της καύσιμης ύλης
- ≈ συνώνυμα: καπνοκαύστης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπνοβόρος
|