κανάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κανάκι | τα | κανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κανάκι | τα | κανάκια |
κλητική | κανάκι | κανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανάκι < αρχαία ελληνική καναχή
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανάκι ουδέτερο
- (κυρίως στον πληθυντικό) κανάκια
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κανάκι | τα | κανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κανάκι | τα | κανάκια |
κλητική | κανάκι | κανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανάκι < αρχαία ελληνική καναχή
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανάκι ουδέτερο
- (κυρίως στον πληθυντικό)
- απόλαυση, αίσθημα γλυκύτητας
- ακκισμός, νάζι
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κανάκι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].