Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανακεύω < μεσαιωνική ελληνική κανακεύω < κανάκι + -εύω < αρχαία ελληνική καναχή

  Ρήμα επεξεργασία

κανακεύω

  1. μεγαλώνω παιδιά παραχαϊδεύοντάς τα και κάνοντάς τους τα χατίρια
  2. (γενικότερα) περιποιούμαι, καλοπιάνω, κάνω τα χατίρια
  3. επαινώ αναίτια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία