γλυκύτητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυκύτητα < αρχαία ελληνική γλυκύτης < γλυκύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλυκύτητα θηλυκό
- η ιδιότητα του γλυκού ή η σχετική αίσθηση
- (μεταφορικά) ευχαρίστηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γλυκός
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλυκύτητα
|