καμπανούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπανούλα | οι | καμπανούλες |
γενική | της | καμπανούλας | — | |
αιτιατική | την | καμπανούλα | τις | καμπανούλες |
κλητική | καμπανούλα | καμπανούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμπανούλα < καμπάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμπανούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του καμπάνα
- (βοτανική, λουλούδι) είδος λουλουδιού (Campanula spatulata)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη καμπάνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καμπάνα
υποκοριστικό του καμπάνα
|
Campanula spatulata
|